τροπάρι(ο) — το / τροπάριον, ΝΜ (λειτ.) (στην υμνολογία) καθένα από τα σύντομα λειτουργικά άσματα τα οποία ψάλλονται στις εκκλησιαστικές ακολουθίες (α. «αναστάσιμα τροπάρια» β. «νεκρώσιμα τροπάρια») νεοελλ. 1. μτφ. καθετί που επαναλαμβάνεται με στερεότυπο… … Dictionary of Greek
τροπάρι(ο) — το σύντομος εκκλησιαστικός ύμνος: Το τροπάριο της Κασσιανής. 2. ό,τι στερεότυπα επαναλαμβάνεται: Έλεγα να φύγουμε, αυτός το τροπάρι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Eimaste Dyo, Eimaste Treis, Eimaste Hilioi Dekatreis! — Eimaste dyo, eimaste treis, eimaste xilioi dekatreis! (in English: We are two, we are three, we are one thousand and thirteen!) is a song by Mikis Theodorakis, the leftist socialistFact|date=September 2008 Greek composer and politician. The song… … Wikipedia
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
ζωνάρι — και ζουνάρι, το (AM ζωνάριον, Μ και ζωνάριν) 1. ζώνη, πλατιά λωρίδα συνήθως από ύφασμα, με την οποία περιζώνεται η μέση και έτσι συγκρατείται το κάτω από τη μέση ρούχο, απαραίτητο άλλοτε εξάρτημα τόσο τής ανδρικής όσο και γυναικείας ενδυμασίας… … Dictionary of Greek
οίκος — ο 1. οικία, σπίτι, σπιτικό, οίκημα. 2. γένος, οικογένεια, γενιά, σόι, τζάκι: Κατάγεται από τον οίκο των Σούτσων. 3. μεγάλη οργανωμένη εμπορική επιχείρηση: Εκδοτικός οίκος. 4. (εκκλησ.), τροπάρι. 5. φρ., «οίκος Θεού», ο ναός· «οίκος τυφλών»,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)